- αυτόκρανος
- αὐτόκρανος, -ον (Α)φρ. «αὐτόκρανος λόγος» — αυτονόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο-* + -κρανος < κραίνω, ποιητ. και κραιαίνω «φέρνω σε πέρας, εκτελώ, καταλήγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτόκρανον — αὐτόκρανος self accomplishing masc/fem acc sg αὐτόκρανος self accomplishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόκρανα — αὐτόκρανος self accomplishing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… … Dictionary of Greek